- πορσαίνω
- πορσὖνω, πορσαίνω (root πορ), ipf. πόρσῦνε, fut. part. πορσανέουσα (v. l. πορσυν.): make ready, prepare, tend; λέχος καὶ εὐνήν, euphemistic for sharing the bed.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πορσαίνω — Α βλ. πορσύνω … Dictionary of Greek
πορσαίνω — πορσύνω preparing pres subj act 1st sg πορσύνω preparing pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορσύνω — και πορσυνῶ, έω, και πορσαίνω, Α [πόρσω] 1. ετοιμάζω, προετοιμάζω, παρασκευάζω (α. «δαῑτα πορσύνοντες», Σοφ. β. καὶ παισὶ πόρσυν οἷα χρὴ καθ ἡμέραν», Ευρ.) γ) «οὓς μὲν ἂν ὁρῶσιν πορσύνοντας τὰ ἐπιτήδεια», Ξεν.) 2. προσφέρω, αφιερώνω («τρίτον… … Dictionary of Greek